στρογγυλοειδης

στρογγυλοειδης
    στρογγυλοειδής
    στρογγῠλο-ειδής
    2
    округленный, круглый
    

(στόμιον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στρογγυλοειδης" в других словарях:

  • στρογγυλοειδής — of round form masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοειδής — ές, Α αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα. επίρρ... στρογγυλοειδῶς Α σε σχήμα στρογγυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλοειδῆ — στρογγυλοειδής of round form neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στρογγυλοειδής of round form masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στρογγυλοειδής of round form masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοειδεῖς — στρογγυλοειδής of round form masc/fem acc pl στρογγυλοειδής of round form masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοειδές — στρογγυλοειδής of round form masc/fem voc sg στρογγυλοειδής of round form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοειδοῦς — στρογγυλοειδής of round form masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλοειδῶς — στρογγυλοειδής of round form adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλώδης — ῶδες, Α [στρογγύλος] στρογγυλοειδής* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»